Έχουμε ήδη δει μερικές από τις μορφές της ανδρικής βίας, κυρίως τη σωματική και την ψυχολογική μέσα στο ζευγάρι και την οικογένεια, και τη σημασία του κοινωνικού περιβάλλοντος για την αναγνώριση και την καταπολέμησή τους. Eίδαμε, επίσης, πόσο εύκολο είναι να πέφτουμε στη δικαιολόγηση της βίας, τόσο της δική μας όσο και των άλλων.
Στην πραγματικότητα, δεν έχουμε εκπαιδευτεί στο να αναγνωρίζουμε τα σημάδια της κακοποίησης, ούτε ξέρουμε τι να κάνουμε όταν βρισκόμαστε μπροστά σε αυτούς που την υφίστανται. Αυτό συμβαίνει γιατί πιστεύουμε ότι είναι κάτι πολύ μακριά από εμάς, ότι τα σπίτια στα οποία συμβαίνει δεν είναι τα σπίτια των φίλων ή των συγγενών μας.
Δεν είναι τυχαίο ότι μιλάμε για «οικογενειακή βία» (και όχι για ανδρική βία κατά των γυναικών ή για σεξιστική βία), επειδή αυτή η βία έχει ως κύριο θέατρο τον οικιακό ή τον οικογενειακό χώρο, που θεωρείται off-limits γιατί αφορά την συναισθηματική, σχεσιακή και σεξουαλική οικειότητα των ανθρώπων. Μόνο που με το να «κοιτάμε τη δουλειά μας», μπορούμε να ζούμε ωραιότατα δίπλα σε κακοποιητικές σχέσεις χωρίς ποτέ να το αντιληφθούμε.
Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε φορά που μια φίλη σάς διηγείται έναν διαπληκτισμό με τον σύντροφό της πρέπει να τη σύρετε στο πλησιέστερο Κέντρο κατά της βίας, αλλά ότι, πιθανώς, θα ήταν καλό για όλ* να μάθουμε πώς να αντιλαμβανόμαστε τα σημάδια που υποδηλώνουν ή προοιωνίζουν μια βίαιη κατάσταση (τις λεγόμενες «κόκκινες σημαίες») και πώς να συμπεριφερόμαστε στο άτομο που την υφίσταται.
Στην περίπτωση της φίλης μου Μάρτας, την ιστορία της οποίας αφηγήθηκα στο προηγούμενο άρθρο, οι «κόκκινες σημαίες» ήταν όλες εκεί, αλλά δεν μπορούσα να τις δω. Πώς να τις αναγνωρίσεις, θα μου πείτε; Πρώτα απ’ όλα, υπάρχουν μια σειρά από ψυχολογικά σημάδια (άγχος, φόβος, κρίσεις πανικού, κατάθλιψη, απώλεια αυτοεκτίμησης, ταραχή, αυτοκατηγορία, δυσκολία συγκέντρωσης), συμπεριφορικά (απουσίες ή καθυστερήσεις στην εργασία, αποξένωση από οικογένεια ή/και φίλ*ς, εγκατάλειψη δραστηριοτήτων, κοινωνικοποίηση αποκλειστικά και μόνο παρουσία του συντρόφου) που δεν πρέπει να υποτιμώνται, παρά το γεγονός ότι είναι λιγότερο ορατά και αναγνωρίσιμα από τα φυσικά σημάδια (μώλωπες, κατάγματα, εγκαύματα).
Μετά, υπάρχουν τα πράγματα που λένε οι άνθρωποι σε όσους ξέρουν να ακούν. Εάν μια φίλη σάς εκμυστηρευτεί ότι αγχώνεται ή φοβάται τους διαπληκτισμούς με τον σύντροφό της, αυτό είναι μια ξεκάθαρη «κόκκινη σημαία». Γιατί όλοι μαλώνουμε και σε κανέναν δεν αρέσει να το κάνει, αλλά το να φοβάσαι ή να ζεις με το άγχος ότι θα συμβεί είναι κάτι άλλο που δεν πρέπει να υποβαθμίζεται.
Μια απάντηση του τύπου «Έλα τώρα, είσαι υπερβολική! Ξέρεις πώς είναι αυτός, έτσι δεν είναι;» στην πραγματικότητα υποτιμά τη βία και κάνει το άτομο που την υφίσταται να νιώθει λάθος ή «υπερευαίσθητη». Ως εκ τούτου, θα έχει την τάση να ντρέπεται, να αισθάνεται ένοχη και να αμφιβάλλει για την αντίληψή της (όλοι αυτοί είναι τυπικοί νοητικοί μηχανισμοί για εκείνους που βιώνουν τη βία), να κλείνεται στον εαυτό της και να μην σας πει τίποτα άλλο.
Άσκηση [12] Εάν μια φίλη σας/κόρη/αδερφή/συναδέλφισσα/γνωστή σάς εκμυστηρεύεται την ελεγκτική, οργισμένη ή βίαιη συμπεριφορά του συντρόφου ή του πρώην συντρόφου της, αντί: 1) να υποτιμήσετε το πρόβλημα («α, καλά, ξέρεις πώς είναι αυτός, είναι οξύθυμος»), 2) να κανονικοποιήσετε την κατάσταση («ο έρως δεν είναι ωραίος αν δεν είναι μοιραίος»), 3) να δικαιολογήσετε τον κακοποιητή («δεν είναι κακός, απλώς ανασφαλής») ή 4) να κατηγορήσετε το θύμα («δεν καταλαβαίνω γιατί δεν τον αφήνεις, είναι ξεκάθαρο ότι τελικά είσαι εντάξει με όλο αυτό»), προσπαθήστε να ακούσετε με ενεργητικό και όχι επικριτικό τρόπο.
Κάντε της ερωτήσεις για να μάθετε περισσότερα σχετικά με τη μορφή και τη συχνότητα αυτών των συμπεριφορών και πώς επηρεάζουν τη ζωή και τις επιλογές της (Υπάρχουν πράγματα που έχει σταματήσει να κάνει, άτομα τα οποία έχει σταματήσει να βλέπει ή να ακούει για να αποφύγει τις συγκρούσεις; Ποιες εργασιακές, αναπαραγωγικές, οικονομικές επιλογές ή επιλογές στέγασης έχει κάνει στην προσπάθειά της να «ηρεμήσει» ή να «καθησυχάσει» το άλλο άτομο;). Ενημερωθείτε για τις στρατηγικές αυτοάμυνας που σίγουρα εφαρμόζει ήδη στην πράξη (Έχει μιλήσει γι αυτό με άλλους φίλους ή την οικογένειά της; Αν τα πράγματα χειροτερέψουν ποτέ, έχει κάπου να πάει; Πώς θα συντηρήσει τον εαυτό της και τα παιδιά της – αν έχει – στην περίπτωση του χωρισμού;).
Ρωτήστε πώς την κάνουν να νιώθει οι συμπεριφορές που περιγράφει. Αν λέει ότι φοβάται, ρωτήστε την τι φοβάται. Μη διστάσετε να ρωτήσετε αν έχει νιώσει ποτέ σωματική απειλή. Ίσως απαντήσει αρνητικά, όμως θα βεβαιωθεί ότι αν κάποια μέρα αλλάξει η απάντησή της, θα την ακούσετε, γιατί δεν φοβηθήκατε να ρωτήσετε.
Όταν γινόμαστε μάρτυρες μιας βίαιης συμπεριφοράς, όταν μας την περιγράφουν ακόμα κι όταν την υφιστάμεθα, είναι σύνηθες να παραμένουμε ενεοί και να νιώθουμε ενστικτωδώς την ανάγκη να εξηγήσουμε ορθολογικά το γεγονός. Αυτό συνήθως συμβαίνει μέσα από δύο (αντανακλαστικές) μορφές αντιστροφής των ρόλων: την ενοχοποίηση του θύματος ή «victim blaming» και την ενσυναίσθηση προς τον θύτη ή «himpathy».
To «victim blaming» είναι η νοητική διαδικασία που συμβαίνει όταν, μπροστά στην αφήγηση μιας σεξουαλικής επίθεσης, βρισκόμαστε να συζητάμε για το πώς ήταν ντυμένη εκείνη, τι έκανε εκεί έξω εκείνη την ώρα, γιατί ήπιε αν δεν ήθελε προβλήματα, και γιατί δεν τον είχε κρατήσει σε απόσταση εξαρχής αν δεν την ενδιέφερε.
Σας θυμίζει κάτι; Πεταγόμαστε πάνω όλ* όταν ένας δεξιός πολιτικός προβάλλει αυτού του είδους τα επιχειρήματα, αλλά είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα που κάνουμε κι εμείς στον μικρόκοσμό μας, όταν κάποια μας λέει ότι κακοποιήθηκε. Ρωτάμε αυτομάτως: μα γιατί, τι έκανες, τι του είπες; Η ερώτηση μπορεί να φαίνεται αθώα, αλλά αυτός ο αυτοματισμός μετατοπίζει την προσοχή από τη βία και το άτομο που την ασκεί στη συμπεριφορά αυτού που την υφίσταται, αναζητώντας μια «σοβαρή αιτία» για την κακοποίηση.
Αυτός ο τύπος αντίδρασης, ακόμη και όταν εκκινεί από τις καλύτερες προθέσεις, είναι τρομερά επιβλαβής, επειδή μια ιδιαιτερότητα αυτών που υφίστανται παρενόχληση ή βία – όπως και κάθε άλλο είδος τραυματικής εμπειρίας – είναι να αισθάνονται ενοχή, να αναζητούν την προέλευση της κακοποίησης στη δική τους συμπεριφορά, και να πιστεύουν ότι, αν την αλλάξουν, θα αποφύγουν την επανάληψη της βίαιης κατάστασης.
Πράγματι, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όσες υφίστανται βία βιώνουν μια γνωστική ασυμφωνία μεταξύ της κακοποιητικής εμπειρίας και της συναισθηματικής προσκόλλησής τους στον θύτη τους. Όταν λοιπόν ρωτάς «μα τι έκανες/τι είπες και θύμωσε τόσο;» (για να σπάσει την πόρτα με μια γροθιά, για παράδειγμα) μεταθέτεις την ευθύνη για τη βίαιη χειρονομία στο άτομο που ήταν ο αποδέκτης της.
Γιατί, ας το ξεκαθαρίσουμε αμέσως, το να νιώθεις την ανάγκη να εκτονώσεις το θυμό σου είναι θεμιτό, αλλά αρκεί να φύγεις από το σπίτι και να κάνεις πέντε βήματα ή να κλωτσήσεις τα λάστιχα του αυτοκινήτου σου. Το να χτυπάς ή να σπάς πράγματα μπροστά ή κοντά στο άτομο με το οποίο διαπληκτίζεσαι είναι, αντίθετα, μια σιωπηρή απειλή βίας (σπάω την πόρτα γιατί αλλιώς θα τσακίσω εσένα) που χρησιμεύει στο να τρομάξει το άλλο άτομο και να το αναγκάσει να υποταχτεί.
Ομοίως, οι λεκτικές επιθέσεις που στοχεύουν στην ταπείνωση, τον εξευτελισμό, την προσβολή είτε άμεσα (προσβολές, κραυγές, χυδαιότητες) είτε έμμεσα (υποτίμηση της προσωπικής αξίας, στο σύνολό της ή σε σχέση με συγκεκριμένους ρόλους, δυσαρέσκεια για πράξεις ή συμπεριφορές, επικρίσεις), είναι εκφοβιστικές πράξεις η επανάληψη των οποίων καταρρακώνει την αυτοαντίληψη του άλλου ατόμου κάνοντάς το να αμφιβάλλει για τον εαυτό του, τις αντιλήψεις του, την αξία του.
Ένας άλλος μηχανισμός, στον οποίο συχνά παγιδευόμαστε στην προσπάθειά μας να εξηγήσουμε τη βία, είναι να δικαιολογούμε τη βίαιη ή ελεγκτική συμπεριφορά αυτού που δρα έτσι μέσω των προθέσεων (δεν το κάνει επίτηδες/ξέρεις ότι σε αγαπάει) ή των συναισθημάτων (είναι θυμωμένος/φοβάται μήπως σε χάσει).
Αυτή η διαδικασία δημιουργεί την ενσυναίσθηση προς τον κακοποιητή που «δεν είναι κακός, έτσι τον περιγράφουν». Ο καημενούλης…! Συχνά βρίσκουμε αυτήν την παραλλαγή της «himpathy» στην κάλυψη των γυναικοκτονιών από τα μέσα ενημέρωσης, ιδιαίτερα όταν οι δράστες της βίας είναι πιο δύσκολο να ταυτοποιηθούν στην κατηγορία «Άλλοι άνδρες» (να ταυτιστούν, δηλαδή, με τις μειονότητες λόγω του χρώματος του δέρματός τους, της καταγωγής τους ή της θρησκείας τους κ.λπ.).
Μετά τη γυναικοκτονία της Giulia Cecchetin, σε μια προσπάθεια να δοθεί νόημα στη φαινομενικά ανεξήγητη συμπεριφορά του Filippo Turetta, ενός «καλού παιδιού» και «αναπάντεχου» γυναικοκτόνου, υπογραμμίστηκε συχνά ότι είχε κατάθλιψη και δεν είχε επαρκή ιατρική παρακολούθηση.
Το πρόβλημα με αυτό το είδος κάλυψης του γεγονότος είναι ότι δίνει μια ατομική ψυχολογική εξήγηση σε ένα κοινωνικό φαινόμενο και με αυτόν τον τρόπο υποβαθμίζει τη συστημική του διάσταση. Στην πραγματικότητα, η ασθένεια και η κακοποίηση δεν πρέπει να συγχέονται σε καμία περίπτωση. Φυσικά και ένας άντρας που σκοτώνει τη σύντροφό του ή την πρώην του «δεν είναι καλά». Μα πόσες γυναίκες δεν είναι καλά, αλλά δεν σκοτώνουν τους συντρόφους τους; Και γιατί ένας άντρας που δεν είναι καλά ενεργεί βίαια εναντίον της γυναίκας που ισχυρίζεται ότι αγαπά, αντί να ζητήσει βοήθεια; Η γυναικοκτονία είναι κοινωνικό φαινόμενο, όχι συνέπεια ατομικής ψυχικής δυσφορίας, και οι άντρες που τη διαπράττουν δεν είναι ούτε τέρατα ούτε καημενούληδες.
Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια της Elena Cecchettin (αδελφή της δολοφονημένης Giulia Cecchetin), «i «mostri» non sono malati, sono figli sani del patriarcato» (τα «τέρατα» δεν είναι άρρωστοι, είναι τα υγιή παιδιά της πατριαρχίας), είναι τα προϊόντα μιας κοινωνίας που μας διδάσκει ότι δεν έχουν όλες οι ζωές την ίδια αξία. Όλες οι μορφές της ανδρικής βίας κατά των γυναικών, στην πραγματικότητα, είναι στενά συνδεδεμένες με μια έμφυλη τάξη που διαιρεί και ιεραρχεί τα σώματα, τα συναισθήματα και τις πρακτικές σε «αρσενικά» και «θηλυκά», και με αυτόν τον τρόπο νομιμοποιεί (ή μάλλον προδιαγράφει) ορισμένες συμπεριφορές που βασίζονται στο φύλο αυτών που τις ασκούν.
Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κακοποιητικοί άντρες έχουν συναισθήματα και ότι πολλοί από αυτούς είναι άνθρωποι που υποφέρουν, αυτό δεν αναιρεί τη βία που διαπράττουν. Στην περίπτωση του συντρόφου της Μάρτας (βλ. Ένας άντρας [μέρος ΙΙΙ]), που ήταν ανασφαλής και φοβόταν μήπως την χάσει, αντί να την ελέγχει εμμονικά και να κάνει σκηνές ζηλοτυπίας, φτάνοντας στο σημείο να της σπάσει δύο πλευρά τον ένα χρόνο και να της πετάξει ένα μαχαίρι τον επόμενο, θα μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα: να μιλήσει με συγγενείς και φίλους, να ζητήσει βοήθεια για ατομική θεραπεία ή θεραπεία ζεύγους, να απευθυνθεί σε ένα Κέντρο για κακοποιητικούς άντρες προκειμένου να αντιμετωπίσει τη βίαιη συμπεριφορά του ή να χωρίσει, αν η σχέση του ήταν υπερβολικά ανασφαλής για να την διαχειριστεί με ασφάλεια και σεβασμό. Εν ολίγοις, υπάρχουν πολλές πιθανές λύσεις για το ίδιο πρόβλημα. Η βία δεν συγκαταλέγεται σε καμία από αυτές.
Η μετάβαση από μια «επείγουσα αντιμετώπιση» της ανδρικής βίας – την οποία αντιλαμβανόμαστε και ενεργούμε, ατομικά και συλλογικά, μόνο όταν συμβαίνει το χειρότερο – σε μια προληπτική προσέγγιση απαιτεί να εμβαθύνουμε στις ρίζες αυτής της βίας που εντοπίζονται στην κοινωνικοποίηση των ανδρών μέσα στο πατριαρχικό σύστημα. Η έρευνα για την αρρενωπότητα αποκαλύπτει τουλάχιστον τρεις σημαντικές διαστάσεις: τη διαφορετική αναγνώριση των δεξιοτήτων, τη σχέση με το σώμα και τη διαχείριση των συναισθημάτων. Αυτές οι δύο τελευταίες πτυχές έχουν θεμελιώδη ρόλο στη σύνδεση μεταξύ αρρενωπότητας και βίας.
Εάν όλα τα ανθρώπινα όντα βιώνουν συναισθήματα, ο τρόπος με τον οποίο αυτά εκφράζονται καθορίζεται κοινωνικά και πολιτισμικά. Σκεφτείτε για παράδειγμα τον αμερικανικό ενθουσιασμό (wow, that’s awesome!) ή τη βρετανική αταραξία (nice job, mate.),τις επαγγελματίες μοιρολογίστρες στις κηδείες (στην Ιταλία μέχρι τη δεκαετία του 1970, σε άλλα μέρη του κόσμου ακόμα και σήμερα) και την απάθεια των ανδρών σε αυτά τα ίδια πλαίσια.
Επομένως, ο τρόπος με τον οποίο τα συναισθήματα γίνονται αντιληπτά, εκφράζονται και αναγνωρίζονται ως θεμιτά ή αντίθετα στιγματίζονται, ποικίλλει πολύ από το ένα κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο στο άλλο, αλλά και μέσα στο ίδιο πλαίσιο, ανάλογα με το φύλο και την ηλικία, καθώς και τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των ατόμων (οι κακοποιητικοί άντρες συνήθως «εκρήγνυνται» στο σπίτι, με τις συντρόφους ή/και τα παιδιά τους, όχι με τον ανώτερό τους στο χώρο εργασίας).
Στην περίπτωση της αρρενωπότητας που – ας θυμηθούμε – δεν είναι τίποτα άλλο από την εσωτερίκευση και την επιτέλεση αυτού που σημαίνει να είσαι άντρας σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα (βλ. Ένας άντρας [μέρος I]), η σχέση με τα συναισθήματα παίρνει τη μορφή μιας πραγματικής «απο-εκπαίδευσης» σε σχέση με τα προσωπικά συναισθήματα και τα συναισθήματα των άλλων (bell hooks, The Will to Change).
Στο «Why Does Patriarchy Persist?», η Carol Gilligan παρουσιάζει πώς, μεταξύ 4 και 7 ετών, τα αγόρια αρχίζουν να καταπιέζουν τα συναισθήματά τους και να ενεργούν επιθετικά και ανταγωνιστικά για να ξεχωρίζουν από τα κορίτσια. Ξεκινά έτσι από νεαρή ηλικία αυτό που είναι μια διαδρομή ευθυγράμμισης με τις νόρμες της αρρενωπότητας που, αν και κοινωνικά εκτιμάται, συνεπάγεται συναισθηματικό και σχεσιακό ακρωτηριασμό.
Για να γίνουν «πραγματικοί άντρες», πρώτα τα παιδιά και μετά τα αγόρια πρέπει σταδιακά να απαρνηθούν τη συναισθηματική οικειότητα με τα κοντινά τους πρόσωπα, γιατί αυτό θεωρείται ένα πράγμα «για γυναίκες» ή, ακόμα χειρότερα, για ομοφυλόφιλους.
Σε ποια ηλικία τα φιλαράκια σταματούν να πιάνονται χεράκι και να δείχνουν στοργή με φιλιά ή χάδια; Γιατί πολλοί ενήλικες άνδρες νιώθουν υποχρεωμένοι να κάνουν ομοφοβικά αστεία κάθε φορά που δείχνουν ότι νοιάζονται για έναν φίλο, προκειμένου να αποτρέψουν κάθε υποψία για πιθανή ομοφυλοφιλία;
Για να επιβεβαιώσουν ότι συμμορφώνονται με ένα μοντέλο αδιατάρακτης και ανεξάρτητης αρρενωπότητας, οι έφηβοι σταδιακά ξε-μαθαίνουν να μοιράζονται τα συναισθήματά τους και να δημιουργούν οικειότητα με βάση αυτές τις σχεσιακές δεξιότητες (Niobe Way, Deep Secrets. Boy’s Frendship and the Crisis of Connection). Προκειμένου να μπουν στο χρυσό κλουβί της αρρενωπότητας, με τα προνόμιά της, χάνουν σταδιακά την ικανότητα να βιώνουν τα δικά τους συναισθήματα και να συμπάσχουν με αυτά των άλλων. Με μία μόνο εξαίρεση: τον θυμό, ο οποίος όσο εκτιμάται στους άνδρες (γιατί συνδέεται με την εξουσία, την αποφασιστικότητα, τη δύναμη κ.λπ.) τόσο στιγματίζεται ή γελοιοποιείται στις γυναίκες (γιατί ταυτίζεται με την υστερία, το δράμα ή τη χολή).
Η αφήγηση της Daisy Letourner στο βιβλίο «Men Are Not Born» είναι διαφωτιστική από αυτή την άποψη, καθώς περιγράφει πώς η μετάβασή της από άνδρα σε γυναίκα επηρέασε την κοινωνική αντίληψη για τον θυμό της, ο οποίος ξαφνικά έγινε «υστερικός» αντί να αξίζει σεβασμό.
Ο ανδρικός συναισθηματικός ακρωτηριασμός – στον οποίο μόνο ο θυμός επιβιώνει ως το κατ’ εξοχήν αρρενωπό συναίσθημα – τρέφει και διαιωνίζει το στερεότυπο σύμφωνα με το οποίο οι άνδρες είναι πιο «λογικοί» και οι γυναίκες πιο «συναισθηματικές». Στην πραγματικότητα, αν θεωρήσουμε τις ανδρικές εκρήξεις θυμού ως τον προνομιακό δίαυλο μέσω του οποίου εκφράζεται μια ποικιλία συναισθημάτων (στρες, άγχος, ανασφάλεια, ζήλια, πείνα, πόνος, θλίψη κ.λπ.) θα φαινόταν σωστότερο να ισχύει το αντίθετο.
Στα Κέντρα ακρόασης για κακοποιητικούς άνδρες, η δουλειά των ειδικών συνιστά μια μορφή επανα-μάθησης και διαχείρισης των συναισθημάτων, έτσι ώστε αυτοί οι άνδρες να μπορούν να τα αποδέχονται και να τα μετασχηματίζουν, αντί να τα αφήνουν να εκρήγνυνται και να πυροδοτούν τη βία.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι οι κακοποιητικοί άνδρες ενεργούν υπό την επήρεια ανεξέλεγκτων συναισθημάτων των οποίων είναι θύματα. Στην πραγματικότητα, αυτό θα ισοδυναμούσε με άρνηση όχι μόνο της ατομικής τους ευθύνης, αλλά και της δομικής και συστημικής διάστασης της βίας.
Εάν η μετάβαση από το θυμό στη βία είναι σύντομη, αυτό συμβαίνει επίσης επειδή 1. στην ανδρική κοινωνικοποίηση μια ορισμένη σχέση με τη φυσική βία είναι θεμελιώδης και 2. η χρήση βίας εξυπηρετεί τη διατήρηση μιας θέσης προνομίου και ελέγχου.
Στην πρώιμη παιδική ηλικία, το φύλο δεν κατασκευάζει μόνο τη σχέση με τα συναισθήματα αλλά και με το σώμα (το δικό μας και των άλλων) με ριζικά διαφορετικούς και άνισους τρόπους.
Όσο άκακοι κι αν είναι, οι καυγάδες μεταξύ των παιδιών αποτελούν ένα πραγματικό «γυμναστήριο» για την ενήλικη αρρενωπότητα, μια εκγύμναση στο πώς να γίνεις άνδρας, η οποία συνίσταται στην ικανότητα να επιτίθεσαι και να ξέρεις πώς να αμύνεσαι και όπου τα όρια μεταξύ παιχνιδιού και ταπείνωσης, υποταγής ή εκφοβισμού δεν είναι σαφώς καθορισμένα (Cristina Oddone, Uomini normali. Maschilità e violenza nell’intimità).
Η «θηλυκή εκπαίδευση», από την άλλη πλευρά, συνιστά πραγματική εκπαίδευση στην ευαλωτότητα: από τη σωματική αυτοσυγκράτηση (να παίζουν στη γωνία της αυλής, να σταυρώνουν τα πόδια, να συρρικνώνουν τον εαυτό τους, να τρώνε λίγο για να είναι αδύνατες, να μην κάνουν πολύ θόρυβο, να μην υψώνουν τη φωνή, κ.λπ.), στη συναισθηματική αυτοσυγκράτηση (να ευχαριστούν τους άλλους πρώτα και μετά τον εαυτό τους, να δείχνουν πάντα ευγενικές και διαθέσιμες, να νοιάζονται, να ακούνε, να παρηγορούν, να συμπάσχουν, κ.λπ.), τα κορίτσια δεν διδάσκονται να υπερασπίζονται τον εαυτό τους ούτε σε νοητικό ούτε σε σωματικό και σεξουαλικό επίπεδο (Colette Guillamin, Sesso, razza e pratica del potere).
Στο ίδιο ηλικιακό εύρος (4-7) όπου τα αγόρια αρχίζουν να φαίνονται επιθετικά και ανταγωνιστικά (στάσεις που γίνονται ανεκτές και εκτιμώνται ως «ζωηράδα»), τα κορίτσια αρχίζουν να συγκρατούν τον θυμό τους (ένα συναίσθημα που τα κάνει «άσχημα» και «κακά») και την επιθετικότητά τους, την οποία θα μάθουν να εκφράζουν μιλώντας, κλαίγοντας ή βάζοντάς τα με τον εαυτό τους (βλ. επίσης Marina Valcarenghi: L’aggressività femminile).
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη μέρα ενός εργαστηρίου φεμινιστικής αυτοάμυνας, όταν η εκπαιδεύτρια μας ζήτησε να σφίξουμε τις γροθιές μας σαν να επρόκειτο να χτυπήσουμε κάποιον ή κάτι. Οι μισές από εμάς κλείσαμε τις γροθιές μας με τους αντίχειρές μας μέσα, που – πού να σας εξηγώ; – δεν ενδείκνυται αν θέλετε να δώσετε γροθιά, καθώς υπάρχει κίνδυνος να πάθετε εξάρθρωση ή να σπάσετε τον αντίχειρά σας από την πρόσκρουση.
Όλες ενήλικες γυναίκες, μεταξύ 25 και 50 ετών, πολλές από τις οποίες είχαν εμπειρίες βίας στις πλάτες τους, και οι μισές από εμάς δεν ξέραμε καν πώς να ρίξουμε μια γροθιά. Αυτό, σύμφωνα με την Elsa Dorlin («Difendersi. Una filosofia della violenza») επειδή η νόμιμη άσκηση βίας, ιδιαίτερα των όπλων και των τεχνικών μάχης, ιστορικά ήταν προνόμιο των κυρίαρχων ομάδων – του κράτους, της αστυνομίας, των αφεντικών, των λευκών ανδρών εναντίον των μη λευκών και των γυναικών – ενώ οι υποτελείς ομάδες αποτελούν αντικείμενο οργανωμένου «αφοπλισμού», εκπαιδεύονται στο να υφίστανται τη βία αντί να την εφαρμόζουν.
Αυτές οι σκέψεις μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε πώς η χρήση της βίας εξυπηρετεί τη διατήρηση των έμφυλων ανισοτήτων, εντός και εκτός των οικιακών τειχών. Η βία είναι στην πραγματικότητα ένας τρόπος επιβεβαίωσης ή αποκατάστασης της ανδρικής κυριαρχίας, άσκησης ελέγχου στη συμπεριφορά των άλλων μέσω της χρήσης ή της απειλής χρήσης της.
Ως εκ τούτου, η βία συνιστά μια επιτέλεση της ηγεμονικής (ετεροφυλοφιλικής) αρρενωπότητας μέσω συγκεκριμένων πρακτικών όπως το να υψώνεις τη φωνή, να γουρλώνεις τα μάτια, να δείχνεις τα δόντια σου, να κινείσαι σπασμωδικά, να σηκώνεις τα χέρια ή να σφίγγεις τις γροθιές σου με απειλητικό τρόπο, να φωνάζεις, να χτυπάς ή να πετάς αντικείμενα, να κλωτσάς πράγματα ή ανθρώπους. Αυτές οι γλωσσικές και σωματικές πράξεις, εκτός από τον εκφοβισμό όσων είναι μάρτυρες, χρησιμεύουν για να επιβεβαιώσουν το: «είμαι άντρας και συμπεριφέρομαι σαν άντρας» (Cristina Oddone, Uomini normali. Maschilità e violenza nell’intimità).
Επομένως, η βία δεν είναι μόνο μια θεμελιώδης πτυχή της αρρενωπότητας – με την έννοια ότι το να είσαι άντρας σημαίνει ότι μπορείς να ενεργείς βίαια ή να απειλείς ότι θα ασκήσεις βία ατιμώρητα – αλλά είναι επίσης – και πάνω από όλα – ο φύλακας που φρουρεί τα ανδρικά προνόμια – κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά .
Οπότε, τι κερδίζουν (και τι χάνουν) οι άντρες με το να είναι άντρες με διαφορετικό τρόπο;
Σχετικά με τον όρο himpaty: https://femmagazine.com/feminism-101-what-is-himpathy/
Πηγή: https://comune-info.net/un-uomo-parte-v/