Τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι ελευθερίες πρέπει να αναγνωρίζονται, να κατοχυρώνονται και να εξασφαλίζεται ότι δεν παραβιάζονται.
Οτιδήποτε άλλο τα υπονομεύει, άμεσα ή έμμεσα και είναι λυπηρό και προβληματικό -ταυτόχρονα όμως αποκαλυπτικό για την ουσιαστική πρόοδο της κοινωνίας- ότι ακόμη όλα αυτά δεν θεωρούνται αυτονόητα και αδιαπραγμάτευτα.
Η αναγνώριση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν μπορεί να αποφασιστεί ούτε με δημοψήφισμα ούτε να κριθεί με βάση τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων.
Γιατί πολύ απλά τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι τα «δικαιώματα της πλειοψηφίας».
Είναι τα δικαιώματα του ατόμου ανεξαρτήτως καταγωγής, πεποιθήσεων ή τρόπου ζωής, ακόμη δηλαδή και εάν αυτό στατιστικά ανήκει σε μία «μειονότητα».
Εάν αφήναμε την πλειοψηφία να αποφασίσει για το εάν πρέπει ή όχι να ισχύει ένα δικαίωμα, στην πραγματικότητα θα το θέταμε σε διακινδύνευση.
40 ή 50 χρόνια πριν εάν έμπαινε σε δημοψήφισμα το ερώτημα: «θεωρείτε ότι οι γυναίκες είναι ίσες με τους άντρες;», είναι πιθανό οι απαντήσεις που θα παίρναμε να μας τρόμαζαν.
Ευτυχώς δεν τέθηκε ποτέ αυτό το ερώτημα και καταφέραμε σταδιακά να κατοχυρώσουμε την ισότητα των δύο φύλων (παρότι έχουμε αρκετό δρόμο ακόμη για να περάσουμε από την τυπική στην πραγματική ισότητα).
Ή για να πω ένα πιο σύγχρονο παράδειγμα εάν γινόταν μια έρευνα σοβαρή για το τι πιστεύουν οι Έλληνες για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα οι απαντήσεις μπορεί να μας απογοήτευαν γιατί υπάρχει βαθιά ριζωμένη ομοφοβία. Ενδεικτικά, τα ευρήματα κάθε φορά που το ζήτημα τίθεται, έστω επιδερμικά, σε δημοσκοπήσεις.
Αυτό, όμως, δεν απέτρεψε την Πολιτεία και ορθώς έπραξε από να συμπεριλάβει την ομοφοβία στις μορφές ρατσισμού και διακρίσεων. Και εδώ βεβαίως η απόσταση από την τυπική αναγνώριση μέχρι το τι εξακολουθεί να συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι μεγάλη, αλλά το βήμα έγινε.
Γιατί τα ανθρώπινα δικαιώματα περιλαμβάνουν και τα δικαιώματα στη διαφορετικότητα, ακόμη και εάν αυτή η διαφορετικότητα φαντάζει «μειοψηφική». Γι’ αυτό και δεν μπορούν να εξαρτώνται από τη γνώμη της πλειοψηφίας.
Το ίδιο ισχύει και με το γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με την αναγνώριση ενός δικαιώματος, αυτού που αφορά την αναγνώριση και προστασία όλων των μορφών συμβίωσης, όλων των μορφών οικογένειας, χωρίς αποκλεισμούς.
Στην Ελλάδα έχουμε ομόφυλα ζευγάρια. Και έχουμε και ομόφυλα ζευγάρια με παιδιά.
Αυτά τα ζευγάρια και αυτές οι οικογένειες δικαιούνται να αναγνωριστούν ως αυτό που είναι, να απολαμβάνουν τα δικαιώματα που αυτό συνεπάγεται και να αναλάβουν τις υποχρεώσεις που προκύπτουν.
Γιατί; Γιατί είναι ένα αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμά τους.
Και αυτό εξηγεί γιατί είναι επικίνδυνη οποιαδήποτε ταλάντευση γύρω από αυτό το θέμα.
Και δεν αναφέρομαι τόσο στο ότι ουσιαστικά αυτό που βλέπουμε είναι ότι η κυβέρνηση επειδή αισθάνεται ότι δεν απειλείται από τα αριστερά, δεδομένης της αποδιάρθρωσης του ΣΥΡΙΖΑ και της αντιπολιτευτικής αφλογιστίας του ΠΑΣΟΚ, κυρίως νοιάζεται για τυχόν απώλειες προς την άκρα δεξιά, γεγονός που από μόνο του είναι προβληματικό καθώς ανάγει την άκρα δεξιά σε ρυθμιστή.
Κυρίως αναφέρομαι στο ιδιαίτερα προβληματικό ίχνος που αφήνει η συσχέτιση της θέσπισης ενός δικαιώματος με το «τι θέλει η κοινωνία». Επαναλαμβάνω: τα δικαιώματα κατοχυρώνονται γιατί χωρίς αυτά οι άνθρωποι ζουν χειρότερα και δεν είναι πραγματικά ελεύθεροι όχι επειδή «το θέλει η κοινωνία». Εάν πάμε στο «τι θέλει η κοινωνία», ανοίγουμε δρόμους επικίνδυνους που μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και σε πισωγυρίσματα σε θέματα δικαιωμάτων.
Αυτό, προφανώς, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει κανείς να συνομιλήσει με την κοινωνία, να της εξηγήσει τη σημασία που έχουν δικαιώματα όπως η αναγνώριση του γάμου και της τεκνοθεσίας για τα ομόφυλα ζευγάρια, να απαντήσει στους δισταγμούς και τις επιφυλάξεις τους.
Αλλά να το κάνει αφού έχει θεσπίσει το δικαίωμα, αφού έχει στείλει το μήνυμα ότι το ζήτημα είναι αδιαπραγμάτευτο και ταυτόχρονα αυτονόητο.
Σε τελική ανάλυση, τίποτε δεν είναι πιο παιδαγωγικό από την ίδια την πράξη.